- ανασάλεμα
- το, -ατοςμικρή, ελαφρή κίνηση: Έγινε ένα μικρό ανασάλεμα στα φύλλα των θάμνων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ανασάλεμα — το το να ανασαλεύει κανείς, κίνηση ελαφριά και επαναλαμβανόμενη … Dictionary of Greek